- μπιχλιμπίδι
- τοσυν. στον πληθ. τα μπιχλιμπίδιαα) μικρά και ασήμαντα αντικείμενα, ευτελή κοσμήματα, παιχνίδια κ.λπ.β) διακοσμητικές λεπτομέρειες επίπλου ή ενδύματοςγ) (ειρωνικά) παράσημα, γαλόνια.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λεμπλεμπίδια «στραγάλια»].
Dictionary of Greek. 2013.